- ἐπαχλύεται
- ἐπαχλύ̱εται , ἐπί-ἀχλύωto bepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαχλύω — ἐπαχλύω (AM) 1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω 2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»] … Dictionary of Greek